Οι άνθρωποι στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν τα φυτά στην καθημερινότητα τους με τρόπους που ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει. Αυτή ήταν μία εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό, απορρυπαντικά και μηχανήματα για οικιακή χρήση. Οι άνθρωποι είχαν περιορισμένη πρόσβαση στα μαγαζιά που ίσως πουλούσαν ότι χρειαζόταν, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες και τα χρήματα για να αποκτήσεις οτιδήποτε ελάχιστα ή ανύπαρκτα.
Η επιβίωση βασιζόταν στην δυνατότητα του ανθρώπου να αξιοποιεί με δημιουργικούς και ευφάνταστους τρόπους ότι υπήρχε διαθέσιμο στο φυσικό του περιβάλλον.
Τα σπίτια ήταν πέτρινα και δομημένα με φυσικά υλικά. Το πάτωμα ήταν συνήθως, χώμα πατημένο. Το σκούπισμα γινόταν με χειροποίητες σκούπες φτιαγμένες από κυπαρίσσι, ρείκι, θυμάρι ή μυρτιά. Τα φυτά αυτά άφηναν ένα απαλό άρωμα στο χώρο μετά το σκούπισμα.
Το Φροκάλι, Anthyllis hermanniae ήταν ένα από τα πιο κατάλληλα φυτά για κατασκευή σκούπας.
Η Ελένη Αρμένη γράφει στο βιβλίο της «Εμισκοβόλουνε..»:
«Σκούπιζαν οι νοικοκυρές με φροκάλια φτιαγμένα από διάφορους θάμνους. Ο πιο αγαπητός από αυτούς ήταν η μυρτιά, που καθώς σκούπιζε η νοικοκυρά, αρωμάτιζε και το χώρο.
Όσο για το πλύσιμο των αγγείων, δεν χρησιμοποιούσαν συμπυκνωμένα απορρυπαντικά. Τις κατσαρόλες τις πλένανε με ξερό βράχλο και στάχτη. Τα πιάτα τα καθάριζαν με σαπούνι πράσινο και σουκόφυλλο που είναι γρέτζο.»
Η ασφάκα είναι ένα άλλο φυτό που χρησιμοποιούσαν συχνά για το καθάρισμα των πιάτων.
Πέρα όμως από τα πιάτα, υπήρχαν και ένα σωρό δοχεία που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές δουλειές και έπρεπε να καθαριστούν από επίμονη βρωμιά.
«Θρούμπι. Με αυτό έπλεναν και τα κρασοβάρελα»
Νατάσα Χαλικιοπούλου
Το θρούμπι, το χρησιμοποιούσαν και σαν σουρωτήρι για να κατακρατήσει ότι δεν ήθελαν να περάσει στο κρασί. Αυτό ήταν το Φροκαλίτσι, που το βρήκαμε μία μέρα ξεχασμένο από τότε, στο σπίτι της φίλης μου Μαρίας Φαϊτά. Η Μαρία μου εξήγησε ότι έμπαινε από τη μέσα μεριά στο σκαφόνι για να συγκρατεί τις ρόγες του σταφυλιού. Αυτό που στην Κέρκυρα ονομάζεται θρούμπι είναι το θυμάρι, Thymus capitatus.
Η παρακάτω συνταγή είναι της πεθεράς μου Ελένης Βώρου από την Κεφαλονιά και μας δίνει μία ιδέα για τη διαδικασία πλυσίματος των βαρελιών την εποχή εκείνη:
“Σε έναν ντενεκέ βάζουμε κυδώνια ολόκληρα (4-5), κυδωνόφυλλα, φύλλα λεμονιάς και λεμονόκουπες, θυμάρι, τα κλαδάκια από τη μαύρη σταφίδα (κούμπουρα), μάραθο και νερό να βράσει καλά.
Τα σουρώνουμε και ρίχνουμε 2-3 ντενεκέδες από αυτό το υγρό μέσα στο βαρέλι. Το αφήνουμε 4 μέρες. Κουνάμε το βαρέλι να πάει παντού το υγρό και να καθαρίσει.”
Ελένη Βώρου, Άγιος Δημήτριος, Κεφαλονιά
Μία μαρτυρία από την Κέρκυρα είναι αυτή της Κερκύρας Καλογεροπούλου:
«Βάζανε στα βαρέλια πέτρες και καυτό νερό με στάχτη και τα έπλεναν»
Η Δήμητρα Ναλμπάντη συμπληρώνει:
“Ο άνδρας μου καθάρισε με τον Πετασίτη, Petasites hybridus βαρέλια με γράσα. Τα έτριβε με ένα φύλλο και νερό και αυτό έκανε κάτι σαν σαπουνάδα”
Η αρωματική άγρια μέντα καλαμίνθα, Calamintha nepeta χρησιμοποιούνταν από την οικογένεια της Μαρίας Φαϊτά για το καθάρισμα των δοχείων παρασκευής τυριών.
«Καθαρίζαμε τα δοχεία του τυριού με άγρια μέντα, ζεστό νερό και πράσινο σαπούνι. Βάζαμε την άγρια μέντα πάνω στο σαπούνι και τρίβαμε τα δοχεία και το τουλπάνι για το τυρί. Η καθαριότητα ήταν πολύ σημαντική για να μπορέσουμε να συντηρήσουμε για πολύ καιρό το τυρί χωρίς να μουχλιάσει.»
Μαρία Φαϊτά
Ένας άλλος τομέας της καθημερινότητας που βασιζόταν στα φυτά ήταν η υφαντική και η βαφική.
Τα φυτά για τα οποία υπάρχουν μέχρι στιγμής μαρτυρίες ότι οι ίνες τους χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή νήματος είναι το καλλιεργημένο λινάρι, το σπάρτο, Spartium junceum και ο αθάνατος, Agave Americana.
Πολύ σημαντική είναι η μαρτυρία της κυρίας Αγγελικής Βασιλάκη από την Περίθεια:
«Στην Περίθεια κόβαμε τα σπάρτα και τα μουσκεύαμε στη θάλασσα να μαλακώσουν. Μετά, τα ανοίγαμε και βγάζαμε από μέσα την ”ψύχα”, η οποία είναι σαν μαλλί. Την στεγνώναμε, την γνέθαμε όπως το μαλλί και μετά στον αργαλειό, κάναμε κουβέρτες !
Οι ίνες των φύλλων του αθάνατου γινόταν κλωστή για ράψιμο και νήμα για τον αργαλειό. Στην Κεφαλονιά έφτιαχναν ακόμα από τον αθάνατο σκοινιά, σακιά και χαρτί περιτυλίγματος. Η Μαίρη Μηνά θυμάται να βοηθάει τον παππού της να φτιάξει χορδές για το βιολί του από ίνες αθάνατου. Κάθε φορά που συναντάμε το φυτό αυτό στις βόλτες μας για να γνωρίσουμε τα φυτά της Κέρκυρας πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα αναφέρει ότι οι ίνες των φύλλων γινόταν χορδές μουσικών οργάνων.
«Ο παππούς μου έβγαζε ίνες από το φύλλο του αθάνατου κι έφτιαχνε χορδές για το βιολί του.»
Μαίρη Μηνά
«Η Λούλα από τους Περουλάδες μου είχε πει ότι όταν δεν είχαν ράμματα (νήματα) έβγαζαν από την αθανασιά και μου φάνηκε πολύ περίεργο!»
Ελένη Αρμένη
Δεν έχω συναντήσει κανέναν στην Κέρκυρα που να θυμάται καθαρά τη διαδικασία αυτή, παρότι πολλοί επιβεβαιώνουν ότι γινόταν.
Στο βιβλίο όμως, «Πλουτοφόρα φυτά» (Αλέξανδρος Ν. Γεωργακόπουλος, Αθήνα, 1930) αναφέρεται η διαδικασία αυτή για την Κεφαλονιά και προφανώς, με κάποιο παρόμοιο τρόπο θα γινόταν και στην Κέρκυρα:
«Από τον αθάνατο που έχουμε στον τόπο μας, οι χωρικοί της Κεφαλονιάς βγάζουνε την κλωστή με τον έξης τρόπο: Βράζουνε τα φύλλα και πριν κρυώσουν τα ξεφλουδίζουνε και μένει η κλωστή με την ψίχα και για να την ξεχωρίσουν ξαναβράζουνε την ψίχα και την γυρίζουνε την ώρα που βράζει με ένα ξύλο και έτσι ξεχωρίζει η κλωστή που βάζουνε πάλι για να φύγει ολότελα η ψίχα. Ύστερα από το τρίτο αυτό βράσιμο πλένουνε την κλωστή 3—4 χέρια με μπόλικο κρύο νερό ή την αφήνουν 1-2 ώρες να ξεπλυθεί στη βρύση. Σε περίσταση που υπάρχει χαντάκι με καθαρό νερό τρεχούμενο την απιθώνουν μέσα εκεί και την συγκρατούνε με πέτρες. Σε μια μέρα ξεπλένεται καλά. ‘Ύστερα την απλώνουν σε καλάμια για να στεγνώσει με τον ήλιο. Και για να την κάνουν γυαλιστερή σαν μετάξι την βάζουν, αφού στεγνώσει, σε χλιαρή σαπουνάδα 2—3 ώρες και κατόπι την πλένουν και την στεγνώνουν. Έτσι δουλεμένη την κλωστή οι Κεφαλλονίτες την πουλούνε στα κορίτσια που δουλειά τους είναι να πλέκουνε δαντέλλες. Και είναι πολύ όμορφες οι δαντέλλες με κλωστή του αθάνατου και μοιάζουν με κοπανέλια. Τις πουλούν στο εξωτερικό που τις εκτιμούνε πολύ. Ο αθάνατος του τόπου μας είναι η αγάβη η Αμερικάνικη.»
Κατά παρόμοιο τρόπο γίνεται η επεξεργασία του αθάνατου στο Μεξικό, όπου από την εποχή ακόμα των Αζτέκων έχει ανάλογη χρήση. Αν κάποιος θελήσει να πειραματιστεί με τα φύλλα του αθάνατου πρέπει να έχει υπόψιν του ότι ο χυμός των φύλλων προκαλεί επώδυνο ερεθισμό του δέρματος. Παραδοσιακά, οι ίνες δεν αγγίζονται με γυμνά χέρια μέχρι να ολοκληρωθεί η επεξεργασία τους και να είναι απόλυτα καθαρές και στεγνές.
Θα παραμείνουμε για λίγο στην Κεφαλονιά, μια και έχουμε τις παρακάτω σημαντικές μαρτυρίες που μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τη χρήση του αθάνατου:
«Η αδελφή μου η Διαμαντίνα, τράβαγε τις ίνες από τα φύλλα του αθάνατου, τα παλιά φύλλα που άρχιζαν να κιτρινίζουν. Έπλεκε με αυτές κοτσίδες και μετά τις έδενε μεταξύ τους. Ζωγράφιζε το σχήμα από το πόδι μας και έφτιαχνε με τις κοτσίδες τον πάτο από τα σανδάλια. Από πάνω έπλεκε λουράκια για να κρατιούνται στα πόδια μας και αυτά ήταν τα παπούτσια μας τότε.»
Ελένη Βώρου
«Στην Κεφαλονιά χρησιμοποιούσαν την αποξηραμένη μύτη του φύλλου του αθάνατου για να ανοίγουν τις τρύπες στα υφάσματα όπου κεντούσαν οι γυναίκες το κοφτό.»
Σπύρος Κίτσιος
Το κοφτό είναι μία τεχνική κεντήματος που υπάρχει και στην Κέρκυρα και συνήθιζαν να διακοσμούν με αυτή τα λευκά λινά υφάσματα που χρησιμοποιούνται στα τελετουργικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φυσικά, το κοφτό ήταν πολύ συνηθισμένο στόλισμα σε υφάσματα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας, όπως σεντόνια, μαξιλαροθήκες, τραπεζομάντηλα και κουρτίνες.
Στην Κέρκυρα καλλιεργούσαν το λινάρι για χρήση στην υφαντική. Η διαδικασία διαβροχής ή μουλιάσματος για να σαπίσουν οι βλαστοί και να ξεκολλήσουν οι ίνες γινόταν στη θάλασσα ή σε φυσικές κοιλότητες του εδάφους που γέμιζαν νερό. Η μυρωδιά ήταν αφόρητη κατά τη διαδικασία αυτή. Στη συνέχεια, γινόταν επεξεργασία ανάλογη με αυτή του μαλλιού και τελικά, προέκυπτε νήμα για ύφανση στον αργαλειό.
Περισσότερα για την επεξεργασία φυτικών ινών για νήμα μπορεί να δει κανείς στο εξαιρετικό βίντεο του Allan Brown για το νήμα τσουκνίδας, το οποίο έχω υποτιτλίσει στα ελληνικά:
Η Μαρία Φαϊτά μου περιέγραψε με λεπτομέρεια τη διαδικασία επεξεργασίας του μαλλιού των προβάτων:
«Με το κλείσιμο των σχολείων που άρχιζαν οι ζέστες, οι γυναίκες μαζεύονταν όλες μαζί να κουρέψουν τα πρόβατα. Τα κούρευαν για να μην ζεσταίνονται αλλά και για να πάρουν το μαλλί. Η μία κράταγε το κεφάλι προς τα κάτω και η άλλη από τα πόδια.
Χώριζαν το μαλλί σε χωρίστρα και κούρευαν χωριστά την κάθε πλευρά από το κεφάλι προς την κοιλιά. Πρόσεχαν πολύ στο στήθος.
Το μαλλί είχε πάνω λανολίνη, ειδικά αυτό που ήταν κοντά στο δέρμα. Δεν θυμάμαι να την χρησιμοποιούσαν κάπου.
Φύλαγαν το μαλλί σε τσουβάλια μέχρι να μπορέσουν να το πλύνουν. Το έπλεναν σε νερό που έβραζε σε πινιάτες. Το βούταγαν στο βραστό νερό με ένα ξύλο διχαλωτό, το κούναγαν μέσα στο νερό και το ανακάτευαν, το σήκωναν στον αέρα και το ξαναβούταγαν δύο τρεις φορές.
Μετά, το άπλωναν στους φράχτες να στεγνώσει καλά και το φύλαγαν πάλι σε τσουβάλια.
Το νερό το άλλαζαν συνέχεια γιατί λερωνόταν αμέσως. Μέχρι δύο δόσεις κάθε φορά και άλλαζαν νερό.
Μετά, καθόταν στην αυλή και το ξανοίγανε γιατί ήταν μαζεμένο και κολλημένο από το πλύσιμο.
Το λανάρι είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε αυτό το στάδιο επεξεργασίας τόσο του μαλλιού, όσο και της φυτικής ίνας. Η Μαρία πάντως δεν αναφέρθηκε στη χρήση κάποιου εργαλείου στη διαδικασία που θυμάται. Το ξάνοιγμα του μαλλιού γινόταν με τα χέρια, όπως μου επιβεβαίωσε.
Τουλούπια τουλούπια περνάγανε στη ρόκα, το τύλιγαν στο αδράχτι και από εκεί στο κουβαρίτσι που είχαν στην τσέπη τους.
Το φθινόπωρο πέρνανε τα κουβάρια και πλέκανε. Με μικρές βελόνες έκαναν κάλτσες, φανέλες και καμιζόλες.
Το βελονάκι το έλεγαν Κορσοβέλονο. Κορσέ ονόμαζαν τη δαντέλα επειδή η πλέξη ήταν σφικτή.
Τα ρούχα αυτά τσιμπούσαν και η αίσθηση όταν τα φορούσες ήταν δυσάρεστη.
Η βαφή γινόταν αφού είχαν πλέξει τα ρούχα. Υπήρχαν μόνο δύο χρώματα : κόκκινο για τα παιδιά και μαύρο για το πένθος. Τα υπόλοιπα ήταν άσπρα. Την βαφή την έφερνε ο Μαργαρίτης σε σκόνη από την πόλη.
Η βαφή δεν ήταν σταθερή. Έφευγε στα 2-3 πλυσίματα και μετά, τα ξαναβάφανε.»
Όταν πέθαινε κάποιο μέλος της οικογένειας, οι γυναίκες έβαφαν με καρυδόφυλλα τα ρούχα τους μαύρα. Γέμιζαν ένα καζάνι με νερό και φύλλα και τα έβραζαν για περίπου μία ώρα. Σούρωναν, έβαζαν το ρούχο στη βαφή και το μούλιαζαν για αρκετές ώρες. Δεν χρησιμοποιούσαν σταθεροποιητές χρώματος. Η διαδικασία αυτή έπρεπε να επαναλαμβάνεται συχνά γιατί το χρώμα έφευγε με τα πλυσίματα.
Το κόκκινο το έβαφαν με τη «βαφή» που αγόραζαν από τους πλανόδιους. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής δεν έχω συναντήσει κάποιον που να ξέρει από τι ήταν φτιαγμένη η «βαφή».
«Το κίτρινο το βάφαμε με κινίνο»
Αγγελική Βασιλάκη, Περίθεια
Η Κατερίνα Φακιολά θυμάται ότι η γιαγιά της χρησιμοποιούσε το φυτό Echium plantagineum που μάζευε στον Παντοκράτορα για να βάψει μωβ-μπλε υφάσματα.
«Μου είχε πει η νόνα μου ότι τούτο το λουλουδάκι στο Όρος το μάζευαν και το μούλιαζαν σε νερό να βγάλει τις χρωστικές του. Έπειτα, βουτούσαν και έβαφαν σε ένα χρώμα ελαφρώς μωβ – μπλε σαν το λουλάκι τις μπόλιες τους οι γυναίκες που είχαν πένθος.»
Η παρακάτω μαρτυρία είναι του κυρίου Νίκου Βασιλάκη από το λιβάδι του Ρόπα:
«Στους Γιαννάδες έπαιρναν κομμάτια από το κορμό της Δαδιάς (Κουκουναριά) , τα οποία είχαν ξεκολλήσει από το κορμό για να μην τραυματίσουν το δέντρο. Τα έφερναν σπίτι όπου τα χτυπούσαν να σπάσουν σε μικρά κομμάτια, μετά τα βράζανε για πολύ ώρα. Με το τσάι αυτό βάφανε τα παραγάδια καφετιά. Τότε, τα παραγάδια ήταν μόνο άσπρα.»
Ακριβώς την ίδια περιγραφή με αυτή που μοιράστηκε μαζί μας ο κύριος Βασιλάκης βρήκα στο βιβλίο «Φυτά & Παράδοση. Μία άλλη όψη της βιοποικιλότητας» του Πανεπιστημίου Αιγαίου από ανάλογες μαρτυρίες ψαράδων στην Μυτιλήνη.
Εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένη στη βαφική η χρήση των βελανιδιών. Μέχρι τον 19ο αιώνα, η Κέρκυρα εξήγαγε βελανίδια και κηκίδια της βελανιδιάς για να χρησιμοποιηθούν στην επεξεργασία δερμάτων και την βαφική.
Περισσότερα στοιχεία για την εμπορική εκμετάλλευση των φυτών της Κέρκυρας μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο «Η Νήσος Κέρκυρα από Γεωργικής Απόψεως Άλλοτε και Σήμερον» του Γ. Παπαβλασόπουλου, 1921, Πειραιάς
Προσωπικά πάντως, δεν συνάντησα ακόμα κάποιον που να θυμάται τη χρήση τους.
Η Νατάσα Χαλικιοπούλου από τους Χωροεπισκόπους μας περιγράφει τη διαδικασία πλυσίματος των ρούχων:
“Έκοβαν φύλλα μυρτιάς και τα έβαζαν να βράσουν μαζί με στάχτη και νερό (αλυσίβα) για να το χρησιμοποιήσουν για πλύσιμο των ρούχων. Μετά, έπαιρναν ένα μεγάλο καλάθι (κόφα), έβαζαν επάνω ένα πανί (σταχτόπανο) και σούρωναν το νερό. Έτσι, το σταχτόπανο συγκρατούσε τη στάχτη. Το νερό το μάζευαν σε μεταλλικό δοχείο (μαστέλο) και με αυτό σαπούνιζαν τα ρούχα. Τα ρούχα μοσχομύριζαν μυρτιά.”
Η φύλαξη των ρούχων γινόταν σε συρτάρια και ντουλάπες και ανάμεσα τους έμπαιναν δαφνόφυλλα για άρωμα και προστασία από τα έντομα.
Άλλες χρήσεις των φυτών στην καθημερινότητα ήταν οι παρακάτω:
Κόλλα
«Κόλλα Αμυγδαλιάς (Κομμίωση) , που τα χρόνια της ανέχειας την βράζαμε, την βάζαμε σε μικρά μπουκαλάκια γυάλινα και με ένα μικρό φτερό την απλώναμε και κολλούσαμε τις σχολικές χειροτεχνίες μας !!!!!!
Σπύρος Μπαλής
Μελάνι
Μελάνι γινόταν από ζουπημένες ελιές, από τους καρπούς της φυτολάκας ή από τα κηκίδια της βελανιδιάς.
Καλάθια
Τα καλάθια τα έπλεκαν συνήθως από σκίνο, λυγαριά, ελιά και καλάμια.
Μετά, έστρωναν φύλλα φτέρης στο εσωτερικό τους για να συντηρήσουν ή να μεταφέρουν φρούτα, και ειδικά τις αρωματικές μικρές και εύθραυστες φράουλες της Κέρκυρας.
Βάρκες
Η Κέρκυρα είναι πλούσια σε υδροβιότοπους: ποτάμια, λίμνες, λιμνοθάλασσες. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις περιοχές αυτές έφτιαχναν μικρές βάρκες από καλάμια, Juncus subulatus για να μπορούν να μετακινούνται στο νερό. Αυτή η βάρκα ονομάζεται Παπυρέλα.