4.Α. Γρίπη και Κρυολογήματα

Σε μία κοινωνία που η πρόσβαση σε γιατρούς και φάρμακα είναι δύσκολη και περιορισμένη, η πρόληψη της ασθένειας είναι κύρια προτεραιότητα των ανθρώπων. Το σκόρδο ήταν βασικό μέσο πρόληψης της γρίπης και του κρυολογήματος και οι μητέρες το χρησιμοποιούσαν  άφθονο στη μαγειρική τους.

Στο πρώτο σύμπτωμα κρυολογήματος, η μητέρα ή η γιαγιά έπαιρνε το μπρίκι και έφτιαχνε χαμομήλαδο ή λάδι ευκαλύπτου. Αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση που έχουν συνήθως όσοι συζητάμε, η οποία συνοδεύεται πάντα από ένα γλυκό χαμόγελο, καθώς ζωντανεύει στην καρδιά, η ανάμνηση της αγάπης με την οποία η μητέρα έτριβε το σώμα τους με αυτό το λάδι πριν κοιμηθούν.

Το λάδι ευκαλύπτου φτιαχνόταν τσιγαρίζοντας στο λάδι τους αποξηραμένους καρπούς του ευκαλύπτου, που στην Κέρκυρα ονομάζονται «κουμπιά». Η μυρωδιά όταν φτιαχνόταν το λάδι αυτό ταξίδευε σε όλη την γειτονιά, στέλνοντας το μήνυμα πως κάποιος κρυολόγησε.

Φωτογραφία: Καρποί ή «κουμπιά» ευκαλύπτου

Πριν τον ύπνο, η μητέρα ή η γιαγιά έτριβε με το λάδι αυτό το σώμα του ασθενή, δίνοντας έμφαση στο στήθος, την πλάτη και τις αρθρώσεις. Στη συνέχεια, ο ασθενής κρατιόταν ζεστός κάτω από τις κουβέρτες και το επόμενο πρωί ήταν συνήθως «περδίκι», όπως λένε οι περισσότεροι χαρακτηριστικά.

Κάποιες φορές, τα ζεστά βότανα που σούρωναν από το λάδι, τα τύλιγαν σε ένα κομμάτι από παλιό σεντόνι και τα έβαζαν γύρω από το λαιμό.

«Το χαμομήλι που σούρωνε, το τύλιγε σε πανί και μας το έβαζε στο στήθος ή γύρω από το λαιμό. Η νόνα μου το έλεγε ”στουπάτα” ! Εγώ το κάνω ακόμα και σήμερα !»

Ελένη Ζούμπου

Η Μαρία Φαϊτά θυμάται ότι συχνά,  γέμιζαν με χλιαρή στάχτη από το τζάκι μία μάλλινη  κάλτσα και την έβαζαν στο λαιμό ή στο στήθος για το κρυολόγημα ή όπου πονούσαν για να καταπραϋνθεί ο πόνος.

Τα καταπλάσματα από λιναρόσπορο ή σιναπόσπορο ήταν μία συνηθισμένη και αποτελεσματική τεχνική που σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί, αλλά θα ήταν χρήσιμο να την θυμηθούμε πάλι. Η τεχνική αυτή υπάρχει σε όλα τα μέρη του κόσμου και πρόκειται για καταπλάσματα που μπαίνουν στο στήθος ή την πλάτη για να αραιώσουν και να κινήσουν τις βλέννες που έχουν παγιδευτεί στο στήθος, ώστε να βγουν με τον βήχα.

Η Μαρία Φαϊτά είχε μάθει από τη γιαγιά της, ότι ποτέ δεν πρέπει να μπαίνει κατάπλασμα  στο στήθος και την πλάτη ταυτόχρονα, γιατί αυτό παγιδεύει τη βλέννα, αντί να την ελευθερώσει.

Η Μαρία θυμάται τα καταπλάσματα από σιναπόσπορο ως εξής:

«Τσιγαριάζουμε τον σιναπόσπορο σε χαμηλή φωτιά στο λάδι. Δεν θέλουμε να καεί γιατί τότε χάνει τις ιδιότητες του. Βάζουμε το λάδι με τους σπόρους σε ένα κομμάτι ύφασμα. Περιμένουμε να έρθει σε θερμοκρασία που δεν θα κάψει το δέρμα και το βάζουμε στο στήθος για το βήχα και το κρυολόγημα. Μπαίνουμε μέσα στις κουβέρτες και καθόμαστε στη ζέστη. Τα καταπλάσματα από σιναπόσπορο, τα βάζαμε και όπου είχαμε πόνους.»

«Στο κρυολόγημα, οι μεγάλοι έβραζαν και τα φύλλα από το σινάπι και έπιναν τον θέρμο με λίγο κόκκινο κρασί.»

Μαρία Φαϊτά

Ακόμα και η Μάσιγκα, η γιατρός των Παξών, κάθε βράδυ που επέστρεφε σπίτι της κουρασμένη από τις επισκέψεις στους ασθενείς της, έπρεπε να κοπανίσει σιναπόσπορο και λιναρόσπορο για τα καταπλάσματα της επόμενη ημέρας. Όπως βλέπουμε, οι σπόροι αυτοί συντηρούνται ολόκληροι και τους σπάμε πριν τη χρήση.  Διαφορετικά, τα έλαια που περιέχουν, οξειδώνονται με το χρόνο. Το ίδιο ισχύει και όταν χρησιμοποιούμε τον λιναρόσπορο στη διατροφή μας, όπως πολλοί κάνουμε σήμερα.

Το λινάρι καλλιεργούνταν στην Κέρκυρα για τη χρήση του στην υφαντική, αλλά και για τη χρήση του λιναρόσπορου στα καταπλάσματα.

Μία άλλη πρακτική που επιβιώνει μέχρι σήμερα είναι οι εντριβές με οινόπνευμα που το ζεσταίνουμε, τοποθετώντας το μπουκάλι σε ένα μπολ με ζεστό νερό.

Τα σιρόπια για τον βήχα και το μπούκωμα ήταν  συνηθισμένες παρασκευές στα σπίτια. Η Μαρία Φαϊτά θυμάται το σιρόπι της γιαγιάς της για το κρυολόγημα:

«- Λοιπόν, η νόνα… όταν εκρυώναμε, έβαζε το μπουρούκι στη γκαζιέρα με το οινόπνευμα, ήτανε και μαύρο από κάτω γιατί από το οινόπνευμα δεν εξεμαύριζε ποτέ και έβαζε σύκα ξερά… από δικά μας βέβαια, τζίτζιφα, σταφίδες… σταφίδες δεν είχαμε, αγόραζε… μέλι, νεράκι… κι αυτό έβραζε. Αφού έβραζε αρκετά, το σούρωνε και μας το δινε να το πίνουμε αφού χλιάρυνε λίγο, για το λαιμό. Για τους μεγάλους έβαζε και λίγο κονιάκ. Κουνιάκου το ‘λεγε… Κουνιάκου…

– Θυμάσαι καθόλου τις ποσότητες;

– Κοίταξε, πρέπει να ήταν μέχρι τη μέση όλα αυτά, του μπουρουκιού ας πούμε, όλα τα υλικά… σχεδόν ίση ποσότητα και από τα τρία… έβαζε και κανέλα. Μην το ξεχάσουμε… και μετά, του βαζε νερό, άλλο τόσο νερό. Χαμήλωνε τη φωτιά για να μη στύψει το νερό και το βραζε κανένα δεκάλεπτο…

– Το μεγάλο το μπρίκι, δηλαδή;

– Το μεγάλο, ναι.

-Το πίναμε όταν πόναγε ο λαιμός μας. Μια δυό μέρες, ειδικά το πρωί και το βράδυ πουαυτό που αισθανόμασταν ήταν πιο έντονο και περνούσε.»

Η συνταγή αυτή συναντάται σε όλα τα μέρη του κόσμου όπου υπάρχουν διαθέσιμα τα φυτά που αναφέρονται και ουσιαστικά, είναι μία συνταγή που σχεδόν όλα τα υλικά της προέρχονται από τον κήπο. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό σε μία εποχή που οι άνθρωποι έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ότι μπορούσαν να βρουν στη φύση ή με ότι ήταν φθηνό και προσβάσιμο.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα συνταγή σιροπιού για τον βήχα είναι αυτή της πεθεράς της Ελένη Ζούμπου:

«Σαν αποχρεμπτικό σιρόπι, η πεθερά μου έβραζε λιναρόσπορο… Όχι πάρα πολύ για να μην κάνει κόρδα και αφού το είχε βράσει, το απέσυρε από τη φωτιά και του έβαζε μέλι και λεμόνι… και το χρησιμοποιούσε ως σιρόπι.»

Eλένη Ζούμπου

Ο λιναρόσπορος είναι φτηνός, εύκολα διαθέσιμος και απολύτως ασφαλής για τα παιδιά. Το σιρόπι αυτό πρέπει να ήταν για τον ξηρό βήχα. Κανένας δεν θυμάται σήμερα, αν οι γιαγιάδες μπορούσαν να διακρίνουν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του βήχα και αν χρησιμοποιούσαν διαφορετικά βότανα για διαφορετικό είδος βήχα. Πιστεύω ότι μπορούσαν αλλά ίσως, δεν μοιράστηκαν ποτέ τις σκέψεις τους με αυτούς που τότε ήταν  παιδιά  και τώρα, διηγούνται μία ανάμνηση που ίσως να έχει θολώσει και λίγο από το χρόνο, ενώ είναι σίγουρα εστιασμένη μόνο σε όσα ενδιέφεραν ένα άρρωστο μικρό παιδί. Το πιο πιθανό είναι ότι κάθε παιδί είχε την τάση να αναπτύσσει ένα συγκεκριμένο είδος βήχα και για αυτό, όλοι θυμούνται μία μόνο συνταγή της γιαγιάς.

Μία ξεχωριστή συνταγή σιροπιού προέρχεται από την κυρία Joy Konstantis, η οποία την έμαθε από την πεθερά της στο χωριό Βίστωνας. Το ιδιαίτερο αυτής της συνταγής είναι η χρήση δύο λιγότερο συνηθισμένων φυτών που είναι το Σκορπίδι και το Πετροκαύκι.

«Σε ένα μεγάλο μπρίκι του καφέ, βράζουμε ένα φύλλο από σκορπίδι, ένα φύλλο από πετροκαύκι, λίγο φασκόμηλο, λίγο  δενδρολίβανο και λίγη μέντα, με νερό να τα σκεπάζει και μία κουταλιά ζάχαρη. Βράζουμε σε μέτρια φωτιά μέχρι  το υγρό να μείνει το μισό. Το σιρόπι παίρνει  χρώμα ρουμπινί. Έδινα μισό ποτηράκι του ούζου σε κάθε παιδί πριν πάει για ύπνο.»

Joy Konstantis

Φωτογραφία: Σκορπίδι, Asplenium ceterach

Το σκορπίδι , Asplenium ceterach είναι ένα είδος φτέρης που συναντάμε στις ξερολιθιές και στα βράχια. Αγαπά μέρη υγρά και σκοτεινά. Χρησιμοποιείται παραδοσιακά για τον βήχα. Είναι ένα διουρητικό βότανο και η ονομασία «σκορπίδι» αναφέρεται πιθανότατα στις λιθοτριπτικές του ιδιότητες, «σκορπάει» τις πέτρες στα νεφρά. Είναι ένα βότανο που χρησιμοποιείται κυρίως για το αναπνευστικό και ουροποιητικό σύστημα, αλλά και για την σπλήνα, όπως υποδεικνύει η επιστημονική του ονομασία.

Φωτογραφία: Πετροκαύκι, Umbilicus rupestris

Το πετροκαύκι, Umbilicus rupestris παίρνει την επιστημονική του ονομασία από την ομοιότητα του με αφαλό. Το βρίσκουμε συνήθως στις ξερολιθιές, παρέα με το σκορπίδι. Το συναντάμε συχνά και σε κουφάλες δένδρων. Είναι ένα φυτό που δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται σε άλλα μέρη του κόσμου και σίγουρα, δεν υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές για αυτό στη διεθνή βιβλιογραφία. Είναι ένα μαλακτικό-ενυδατικό βότανο που το έκαναν κατάπλασμα για εγκαύματα και δερματικά προβλήματα με χαρακτηριστικά φλεγμονής. Πιστεύω ότι σε αυτή την συνταγή μπαίνει για να καταπραΰνει τον ξηρό σπαστικό βήχα.

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, έπιναν άφθονα τσάγια με αρωματικά βότανα. Το φασκόμηλο, Salvia fruticosa και η ρίγανη, Origanum vulgare ήταν τα πιο συνηθισμένα. Η μολόχα, Malva sylvestris γινόταν τσάι για τον πονόλαιμο και το βήχα. Η καλαμίνθα, Calamintha nepeta ήταν το πιο συχνό τσάι για το κρυολόγημα στους Παξούς.

Η Ερυθρή Κενταύρεια ή Φαρμακούλι, Centaurium erythraea ήταν ένα βότανο για τον υψηλό πυρετό. Είναι ένα πολύ πικρό βότανο και συχνά, το χρησιμοποιούσαν αντί για κινίνο στην αντιμετώπιση της ελονοσίας. Η ελονοσία ήταν μεγάλο πρόβλημα στην Κέρκυρα εξαιτίας των πολλών λιμνών και του μεγάλου αριθμού κουνουπιών.

Φωτογραφία: Ερυθρή Κενταύρεια, Centaurium erythraea

Όλα τα πικρά βότανα βελτιώνουν τη λειτουργία του πεπτικού συστήματος και βοηθούν στην αποτοξίνωση του οργανισμού. Σήμερα, χρησιμοποιώ πολύ το Φαρμακούλι σε φόρμουλες για το στομάχι και το συκώτι και κυρίως, για την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.

Η πιο συνηθισμένη πρακτική για την αντιμετώπιση του πυρετού ήταν  κομπρέσες βουτηγμένες σε νερό και ξύδι στο μέτωπο και τους καρπούς.

Για τον πόνο στα αυτιά χρησιμοποιούσαν συνήθως, σταγόνες με χλιαρό λάδι από το καντήλι. Όπως και σε όλα τα μέρη του πλανήτη, σταγόνες μητρικού γάλακτος από μία μητέρα που θήλαζε ήταν επίσης, μία κοινή θεραπεία για την ωτίτιδα.

Ζεστό γάλας γαϊδούρας, που όπως θυμάται η Μαρία Φαϊτά, ερχόταν από την Άνω Κορακιάνα ήταν το γιατρικό για τον βήχα του κοκίτη.

Η Νατάσα Χαλικιοπούλου από τους Χωροεπισκόπους, μου είπε το παρακάτω γιατροσόφι για τον βήχα του κοκίτη:

«Ο πατέρας μου, Σπύρος Χαλικιόπουλος, μου είπε το εξής:

Για να αντιμετωπίσουνε τον κοκίτη, έπιαναν ποταμίσιους κάβουρες, τους έψηναν, μετά έβγαζαν τη σάρκα, την έτριβαν, την έκαναν σκόνη και την έβαζαν μέσα σε νερό ή σε τσάι και την έδιναν στα παιδιά ή στους μεγάλους.»

Νατάσα Χαλικιοπούλου

Σύμφωνα με τον Γιάννη Γαστεράτο, σε όλα τα ποτάμια της Κέρκυρας υπάρχει μόνο ένα είδος κάβουρα και αυτό, έχει την επιστημονική ονομασία Potamon fluviatile.

Οι θεραπείες αυτές φαίνονται λίγο περίεργες στον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά είναι αρκετά συνηθισμένες στην παραδοσιακή θεραπευτική πολλών περιοχών του πλανήτη. Όπως θα δούμε και  όταν θα μιλήσουμε για την παραδοσιακή θεραπευτική χρήση των σκορπιών και των φιδιών στην Κέρκυρα, υπάρχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία με την επί αιώνες χρήση τους στην κινέζικη ιατρική.

Η διάρροια που συνοδεύει κάποιες φορές τις ιώσεις αντιμετωπιζόταν με τσάι από φύλλα βατομουριάς, φύλλα πάλιουρα ή/και τις λευκές μεμβράνες και τα φλούδια του ροδιού. Όλα τα παραπάνω φυτά είναι στυπτικά και χρησιμοποιούνται παντού όπου φύονται με τον ίδιο τρόπο.

Οι βεντούζες ήταν μία συνηθισμένη θεραπευτική πρακτική για το κρυολόγημα τόσο στην Κέρκυρα, όσο και στην Κεφαλονιά, το νησί από το οποίο κατάγομαι.

Η Μαρία Φαϊτά  περιέγραψε τη διαδικασία ως εξής:

“Οι βεντούζες ήτανε ποτηράκια ειδικά, του κρασιού, λίγο σκληρά… είχε ένα πιρούνι, το είχανε φυλαγμένο το πιρούνι αυτό. Είχανε ένα πιρούνι, βάζανε μπαμπάκι απάνω, το δένανε καλά με σπάγκο για να μείνει εκεί, του βαζε οινόπνευμα, το άναβε, έβαζε το ποτήρι αυτό απάνω στο αναμμένο μπαμπάκι με το οινόπνευμα και το βανε στο σώμα. Βάζανε το ποτήρι απάνω στο πιρούνι με τη φωτιά και το οινόπνευμα και κλουτς απάνω. Αυτό απορροφούσε το δέρμα και γινόταν ένα στρογγυλό έτσι. Μετά, εβγάνανε από εκεί και αυτόματα εβάνανε αλλού. Όλη την πλάτη τσούκου, τσούκου και κάποιες φορές, εβγάζανε και αίμα. Δηλαδή με ένα μαχαιράκι κοφτερό, εκάναν χαραξιές. Αν δεις τις πλάτες από μεγάλους… εγώ δεν ξέρω, δεν έχω… δεν μου κάνανε εμένα βεντούζες, δεν θυμάμαι να μου κάνανε ποτέ αλλά ο πατέρας μου και η ηλικία του…

Βγάζανε και αίμα… έτσι, το λέγανε… όπως ήτανε η βεντούζα εκεί, απάνω στην ίδια ιεροτελεστία με το μαχαίρι κάνανε κι έτσι χαραξιές και είναι οι πλάτες τους σαν να είναι κριθαράκι, αυτό που βάζουμε στο γιουβέτσι… οι πλάτες όλων… κι αφήνανε τα ποτήρια εκεί να πιούνε το αίμα… αυτά τα ίδια τα ποτήρια. Και έβλεπες ότι το αίμα έβγαινε μαύρο και μετά, αφού εβγάνανε το ένα ποτήρι επαίρνανε το μπαμπάκι με λίγο οινόπνευμα για να κλείσουν αυτό το πράγμα από το κριθαράκι εκεί και περδίκι ο ασθενής.”

Ο πατέρας της Μαρίας, Σπύρος Μεταλληνός συμπληρώνει:.

“Άμα δεις την πλάτη μου είναι γεμάτη λεπιδιές. Δύο φορές το χρόνο έπρεπε να βγάλω αίμα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο. Το ξυραφάκι το Astor, το θυμάσαι;”

Φωτογραφία: Ευγενία Μπεκατώρου

Η Άννα Λαυράνου επίσης μου έδωσε την εξής περιγραφή: «Οι βεντούζες ήταν με μικρά ή μεγάλα ποτήρια (εγώ θυμάμαι κάποια στρογγυλά ποτηράκια με στενό στόμιο και στρογγυλή βάση που φύλαγε η μαμά μου ειδικά γι’ αυτό) τα οποία θερμαίνονταν με ένα φλεγόμενο πιρούνι στο οποίο έχει τοποθετηθεί βαμβάκι με οινόπνευμα (σαν στουπί). Αυτό γινόταν για να καεί το οξυγόνο μέσα στο κοίλωμα του ποτηριού και να κολλήσει το ποτήρι στην πλάτη! Αμέσως τοποθετούνταν πάνω στο δέρμα με αποτέλεσμα το δέρμα να φουσκώνει. Αφού τις άφηναν για λίγα δευτερόλεπτα, αφαιρούνταν και στη συνέχεια γίνονταν μασάζ με οινόπνευμα ή κηραλοιφή με ευκάλυπτο, μέντα, λεμόνι και λεβάντα (δεν θυμάμαι αν είχε και κάτι άλλο). Πριν γίνει η εφαρμογή, το δέρμα έπρεπε να έχει αλειφθεί με λάδι για είναι ομαλή η κίνηση. Επίσης μια γειτόνισσα που ήταν “ειδική”, έπιανε την βεντούζα όπως ήταν κολλημένη στο δέρμα και την κυλούσε κατά μήκος της πλάτης πριν την ξεκολλήσει, διεγείροντας έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια δέρματος (σαν να έκανε μάλαξη με το ποτήρι). Δεν τις “έκοβαν” όταν ο ασθενής είχε πυρετό ή κράμπες, δεν τις εφάρμοζαν ποτέ στην κοιλιά ή το στήθος, στο μέρος της καρδιάς ή σε δέρμα με πληγές ή ευαισθησίες.

Για τις “υγρές βεντούζες”, αυτές που κόβουν με μικρές ξυραφιές το δέρμα πριν εφαρμόσουν το ποτήρι δεν ξέρω πολλά. Γνωρίζω μόνον πως η χαρακιά έπρεπε να γίνει πολύ επιφανειακά και δεν θυμάμαι σε ποιες περιστάσεις γινόταν η διαφοροποίηση της χρήσης ξηρής ή υγρής βεντούζας. Υποθέτω πως λιγότερες γυναίκες γνώριζαν την ασφαλή χρήση της υγρής… Η φίλη της μαμάς μου (η ειδική που λέγαμε) “έκοβε” υγρές βεντούζες και σε όσους είχαν κατάθλιψη… Τι να σου πω!»

Στη φωτογραφία βλέπουμε τα σύνεργα για τις βεντούζες. Οι φωτογραφίες που αφορούν τις βεντούζες είναι από την Κεφαλονιά. Αναρτήθηκαν πρώτη φορά στην ομάδα “Κομπόγιο Ιστορίας Κεφαλονιάς & Ιθάκης” και αναρτώνται και εδώ με άδεια της κυρίας Ευγενίας Μπεκατώρου, την οποία και ευχαριστώ πολύ.

Βλέπουμε επίσης ένα μηχανάκι για κοφτές βεντούζες, το οποίο ανάρτησε στην ίδια ομάδα η κυρία Αφροδίτη Κρεμμύδα. Με την άδεια της, αναδημοσιεύω τις πολύτιμες αυτές φωτογραφίες και την ευχαριστώ και αυτήν πολύ για τη βοήθεια της.

Όλες αυτές οι θεραπείες ήταν απλές, εύκολα εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές.

Κλείνοντας, στο πρώτο σύμπτωμα κρυολογήματος έφτιαχναν και στην Κέρκυρα, το ρακόμελο.

Η Ευγενία Βιτουλαδίτη θυμάται τη γιαγιά της να φτιάχνει ρακόμελο για τον πονόλαιμο.  Σε ένα μπρίκι ζέσταινε μισό φλιτζανάκι του καφέ ρακί με ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι. Όταν άρχιζε να βράζει, το τράβαγε από τη φωτιά και πρόσθετε 4 σταγόνες χυμό λεμονιού και ένα κλωναράκι θυμάρι.

Για να κάνουμε ένα μπουκάλι ρακόμελο, ζεσταίνουμε ένα λίτρο ρακί ή τσίπουρο με 6 κουταλιές της σούπας μέλι ( 2 κουταλιές της σούπας μέλι για κάθε κούπα ρακί). Είμαστε πολύ προσεκτικοί όσο έχουμε το αλκοόλ στη φωτιά. Προαιρετικά, προσθέτουμε δύο κανέλες και μερικά γαρύφαλλα. Ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθεί το ρακί με το μέλι. Μόλις αρχίσει να βράζει το μείγμα, το αφαιρούμε από τη φωτιά. Σε αυτή τη φάση μπορούμε να προσθέσουμε μία κουταλιά της σούπας από κάποιο αρωματικό αντιμικροβιακό βότανο, όπως το θυμάρι. Το αφήνουμε σκεπασμένο για μισή ώρα. Σουρώνουμε και πίνουμε ζεστό ή κρύο.

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Email